- δελήμπασης
- οο αρχηγός τών δελήδων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. delibas (< deli «τρελός» + bas «κεφάλι») «ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φωκιανός, Καμινάρης – Σάββας — (1785 – 1821). Οπλαρχηγός. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Μπίμπασης. Πολέμησε στα σώματα των Μπαχαντούρων της Μολδαβίας. Εξαιτίας των στρατιωτικών του ικανοτήτων, έγινε δελήμπασης του ηγεμόνα Καλλίμαχου. Συγκέντρωνε τη συμπάθεια των Τούρκων, οι … Dictionary of Greek